- διάρχω
- διάρχω,A hold office to the end, Lys.Fr.177S., D.C.40.66: c. acc. cogn.,
στρατηγίαν τὴν οἴκοι Id.36.41
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στρατηγίαν τὴν οἴκοι Id.36.41
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διάρχω — (Α) διατηρώ την αρχή (=εξουσία) μέχρι τέλους … Dictionary of Greek
άρχω — (AM ἄρχω) 1. κυβερνώ, εξουσιάζω 2. παθ. ( ομαι) κυβερνώμαι, διοικούμαι, είμαι υπήκοος νεοελλ. φρ. «άρχεται η συνεδρίαση» αρχίζει η συνεδρίαση αρχ. (μέσ., ομαι) 1. βρίσκομαι στην αρχή 2. κάνω την αρχή, αρχίζω κάτι 3. (το αρσ. της μετοχής του ενεστ … Dictionary of Greek